- αρχαιοπαράδοτος
- -η, -ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, -ον)αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek